γριπάρης

γριπάρης
ο
θηλ. -ισσα αυτός που ψαρεύει με γρίπο ή κατασκευάζει γρίπους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γριπάρης — και γρυπάρης ο [γρίπος ή γρύπος] 1. ο γριπεύς, αυτός που ψαρεύει με γρίπο 2. αυτός που κατασκευάζει γρίπους …   Dictionary of Greek

  • γρυπάρης — Επώνυμο δύο Ζακύνθιων αγιογράφων. 1. Αλέξανδρος (αρχές 18ου αι.). Σώζονται διάφορα έργα του, μεταξύ των οποίων Η κοίμησις της Θεοτόκου (1717) στον ναό της Θεοτόκου της Κουντουνιώτισσας, στο χωριό Τραγιάκι της Ζακύνθου, Ο Σισώης ενώπιον του τάφου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”